- κελσιανός
- ο(ορυκτ.) σπάνιο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού βαρίου που ανήκει στην ομάδα τών αστρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celsian (πιθ. από το όνομα τού Σουηδού αστρονόμου Anders Celsius)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.